- καλλιτριχίδες
- Οικογένεια πιθήκων. Βλ. λ. αρκτοπίθηκοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατύρρινοι — Υποτάξη πιθήκων μέσου ή μικρού μεγέθους, που χαρακτηρίζονται από το πλάτος του ρινικού διαφράγματος και την απουσία γναθικών θυλάκων και τυλώσεων στα οπίσθια. Έχουν το μεγάλο δάχτυλο ελαφρά ή και καθόλου αντίθετο και ουρά ποικίλου μήκους,… … Dictionary of Greek
ταμαρίνος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία 23 περίπου ειδών πιθήκων τού Νέου Κόσμου, τής οικογένειας καλλιτριχίδες, τα οποία ταξινομούνται στα γένη λεοντιδεύς και λεοντόκηθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamarin, από λ. διαλέκτου τής Γαλλικής Γουιάνας] … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek